πλινθοποιΐα

πλινθοποιΐα
η производство кирпичей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλινθοποιΐα" в других словарях:

  • πλινθοποιία — η, ΝΑ [πλινθοποιός] τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής πλίνθων, πλινθουργία …   Dictionary of Greek

  • πλινθοποιίας — πλινθοποιίᾱς , πλινθοποιία brickmaking fem acc pl πλινθοποιίᾱς , πλινθοποιία brickmaking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθοποιίαν — πλινθοποιίᾱν , πλινθοποιία brickmaking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθευσις — εύσεως, ἡ, Α [πλινθεύω] η κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία, πλινθουργία …   Dictionary of Greek

  • πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π …   Dictionary of Greek

  • πλινθευομένη — ἡ, Α φόρος γης κατάλληλης για πλινθοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. μέσ. ενεστ. τού ρ. πλινθεύω] …   Dictionary of Greek

  • πλινθευτικός — ή, όν, Α [πλινθεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλινθοποιία («κάμινοι πλινθευτικαί») …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργία — ἡ, ΜΑ [πλινθουργός] κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»